ὀρθριοφοίτης

ὀρθριοφοίτης
ὀρθριοφοίτης
early comer
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορθριοφοίτης — ὀρθριοφοίτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που συχνάζει κάπου κατά τον όρθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθριος + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. ορει φοίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”